- συννέμουσαν
- συννέμωfeedpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννέμω — Α 1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον 2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.) 3. μέσ. συννέμομαι α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ… … Dictionary of Greek